- Κόω
- Κόηςmasc gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοώ — κοῶ, έω και άω (Α) ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κοῶ (< *κοF έω) θεωρείται μετονοματικό παρ. ενός ον. *κόF ος που εμφανίζεται ως β συνθετικό στα Μυκηναϊκά (πρβλ. epi ko woi «επιτηρητές»), στα Έπη (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Λαο κόων) και σε μεταγενέστερους… … Dictionary of Greek
κοῶ — κοάω pres imperat mp 2nd sg κοάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κοάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κοάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κοάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) κοάω imperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόω — κόος cavity masc nom/voc/acc dual κόος cavity masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόωι — κόῳ , κόος cavity masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους Τιτάνες, ενώ σε μεταγενέστερες παραδόσεις αναφέρεται επίσης ως Γίγαντας, μετά τη σύγχυση που επήλθε ανάμεσα σε Τιτάνες και Γίγαντες. Ο Κ. ήταν γιος του Ουρανού και της Γης και… … Dictionary of Greek
αμνοκών — ἀμνοκῶν ( οῦντος), ο (Α) αυτός που έχει νου προβάτου, ηλίθιος, κουτορνίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνὸς + κοῶ «παρατηρώ, ακούω»] … Dictionary of Greek
ευρυκόωσα — εὐρυκόωσα, ἡ (Α) 1. επίθ. τής νύκτας κατά την οποία μπορεί κάποιος να ακούει σε μακρινή απόσταση λόγω τής ηρεμίας 2. επίθ. τής θαλάσσιας θεάς Κητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κοώ «ακούω, αντιλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek
θυοσκόος — θυοσκόος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι 2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» οι θεόπνευστες Μαινάδες β) «θυοσκόα ἱρά» θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.… … Dictionary of Greek
κοίον — κοῑον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από *κόF ιον, με σίγηση τού F , (πρβλ. κοῶ «ακούω» και λατ. cavere «προφυλάσσομαι εγγυώμαι»). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kavi και λυδ. kaveś] … Dictionary of Greek
κοννώ — κοννῶ, έω (Α) γνωρίζω («καρβᾱνα αὐδὰν δ εὖ, γᾱ, κοννεῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. κοῶ, έω «ακούω» και με τη γλώσσα τού Ησύχ. ἔκομεν ἑωρῶμεν, ἠσθόμεθα] … Dictionary of Greek